οχυροποιώ

οχυροποιώ
ὀχυροποιῶ, -έω (Α)
(συν. το μέσ.) ὀχυροποιοῡμαι, -έομαι
στερεώνω, ασφαλίζω, οχυρώνω («ὀχυροποιησάμενοι τοὺς εὐκαιρους τῶν τόπων ἐν διαστάσει», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχυρός + ποιῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”